- πολύαμμος
- πολύαμμοςabounding in sandmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύαμμος — ον, Α αυτός που έχει άφθονη άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄμμος (πρβλ. χρύσ αμμος)] … Dictionary of Greek